γεροσύνη
Смотреть что такое "γεροσύνη" в других словарях:
γεροσύνη — (I) η [γερός] 1. η υγεία, η ευεξία 2. (για πράγματα) η στερεότητα, η αντοχή. (II) η [γέρος] τα γεράματα … Dictionary of Greek
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek